αποκλειστικός

αποκλειστικός
-ή, -ό
1. αυτός που αποκλείει όλους ή όλα τα άλλα
2. ο μοναδικός
3. το θηλ. ως ουσ. η αποκλειστική
όποια εκτελεί χρέη νοσοκόμας αποκλειστικά για έναν ασθενή σε κλινική ή στο σπίτι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη (πρβλ. αγγλ. exclusive
γαλλ. exclusif
γερμ. exklusiv)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποκλειστικός — ή, ό επίρρ. ά μοναδικός: Είναι ο αποκλειστικός εισαγωγέας αυτού του προϊόντος στη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκλειστικότητα — η 1. η ιδιότητα του αποκλειστικού δικαιώματος 2. φρ. «έχω την αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης έργου, πώλησης προϊόντος, έκδοσης βιβλίων, δημοσίευσης άρθρων κ.λπ.». [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκλειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Γεώργιο Α. Ράλλη …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… …   Dictionary of Greek

  • μονοκτήτωρ — μονοκτήτωρ, ορος, ὁ (Α) αποκλειστικός κτήτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κτήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • μοναδικός — ή, ό 1. ο μόνος στο είδος του, αποκλειστικός: Η μοναδική έννοια του ήταν η επιστροφή στην πατρίδα. 2. μτφ., αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, ο έξοχος, ο σπάνιος: Είναι μοναδικός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”